6, 7 Δεκεμβρίου 2008 2 μμ
Harta (2008)
6, 7 Δεκεμβρίου 2008 2 μμ
Η Παλιά Ιστορία του Νέου Ελληνικού χορού
Η Παλιά Ιστορία του Νέου Ελληνικού χορού
Χορεύουν: Ειρήνη Κουρούβανη, Απόστολος Κουτσιανικούλης, Πατρίτσια Λάζου, Μαρκέλα Μανωλιάδη, Κωνσταντίνος Μίχος, Γρηγόρης Σέρμπης
Το σκέφτηκε και το οδήγησε ο Κωνσταντίνος Μίχος
7ο Φεστιβάλ Χορογράφων Απρίλιος - Ιούνιος 2008
Θέατρο Αλκμήνη
Κριτική Νατάσας Χασιώτη εφ. Βήμα 15 Ιουνίου 2008
"....Η πίστη στην πατρίδα, η βεβαιότητα για την ύπαρξη ενός χορού Ελληνικού,
οι σχέσεις μεταξύ των μελών της χορευτικής κοινότητας, αλλά και η σχέση
των χορογράφων με την εξουσία, τις επιχορηγήσεις και τα χρήματα, η
εξέλιξη των διαφόρων ρευμάτων και η πορεία των εκπροσώπων τους την
τελευταία εικοσαετία, η σχέση με το κοινό, η ρευστότητα της Ιστορίας και
η υποκειμενικότητα σε όσα ορίστηκαν ως χρονική αρχή και πρώτη αιτία του
σύγχρονου χορού στην Ελλάδα, οι εξιδανικεύσεις του παρελθόντος και το
αντίκρισμα των επαναστάσεών του στην κοινωνία ήταν λίγο ως πολύ τα
θέματα που προσπάθησε να θίξει η διάλεξη-παράσταση.
Η
σημαία, όμως, πανταχού παρούσα στα μέρη της κίνησης, ήταν ο αληθινός
πρωταγωνιστής και η προβολή των πολλαπλών δυνατοτήτων χρήσης της, πιθανή
πηγή ενόχλησης για το κοινό. Το θέμα κατά τον δημιουργό της παράστασης,
ενδεχομένως σε μια δεύτερη ανάγνωση, αν μπορούμε στον χορό να πάμε πέρα
από το ζήτημα της καταγωγής, αν είναι εφικτό στην τέχνη να δει κανείς
πέρα από το σύμβολο – σε αντίθεση με τον αθλητισμό όπου η σημαία και η
αίσθηση του να ανήκει κανείς σε μια κοινότητα, με φαντασιακά ενδεχομένως
αλλά και πραγματικά χαρακτηριστικά, είναι πολύ σημαντική και συστατικό
μέρος της απόλαυσης. Αν μπορεί να δει κάποιος και να συνειδητοποιήσει
πόσο η συμπεριφορά του καθορίζεται από τις ανησυχίες του περί την
καταγωγή, τη φυλετική καθαρότητα, τα εθνικά σύμβολα, αν είναι δυνατόν να
δει τον εαυτό του όχι ως κέντρο ενός μικρόκοσμου διαρκώς ανταγωνιστικού
για κάθε είδους χάρη από μια αδιάφορη εξουσία, αλλά συμφιλιωμένο με την
πραγματικότητα της καταγωγής και των περιορισμών της – ή των
δυνατοτήτων της, χωρίς δονκιχωτισμούς -, τότε ενδέχεται να δημιουργήσει
μια ιδανική κοινότητα. Το σκεπτικό του χορογράφου, επιστημονικοφανές
κατ’ αρχάς, υπονομεύεται από έναν ρομαντικού τύπου συναισθηματισμό όσον
αφορά τον τελικό του στόχο, οπότε και καταρρέει. Αλλωστε, οι ιδανικές
κοινότητες, πολιτικού ή καλλιτεχνικού προσανατολισμού, αποδείχθηκαν
καταστροφικές για τα μέλη τους.
Η παράσταση είχε ρυθμό παρά την ιδιομορφία της, οι ισορροπίες ανάμεσα στον αυτοσχεδιασμό λόγου και κίνησης ήταν λεπτές, αλλά κρατήθηκαν. Κατά πόσο τα όσα λέχθηκαν θα μπορούσαν να έχουν αντίκρισμα, αυτό μένει να φανεί, και μάλλον δεν έχει να περιμένει κανείς και μεγάλα πράγματα. Αν η ικανότητα επιρροής, η προσβασιμότητα στην κοινωνία, έχει σημασία για τέτοια θεάματα, τότε μάλλον η παράσταση του Κωνσταντίνου Μίχου, παρά τη σφραγίδα της οξύνοιας του δημιουργού της, ήταν η έκφραση μιας προσωπικής κατάστασης, ένα one-off show χωρίς περαιτέρω «αναταράξεις....».